Anonymous

Γηρυόνης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Γηρυόνης''': -ου, ὁ, ([[γηρύω]], ὁ φωνάζων, κράζων) ὁ τριπλοῦν [[σῶμα]] ἔχων γίγας, Πίνδ. Ι. 1. 13, κτλ.· [[ὡσαύτως]] Γηρυονεύς, έως, Ἐπ. -ῆος Ἡσ. Θ. 287· Γηρυών, όνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 870·- [[ἐντεῦθεν]] Γηρυονὶς ἢ -ηΐς, ίδος, ἡ, [[ποίημα]] τοῦ Στησιχόρου εἰς τὸν Γηρυόνην ἀναφερόμενον, Ἀθήν. 499Ε, Παυσ. 8. 3, 2.
|lstext='''Γηρυόνης''': -ου, ὁ, ([[γηρύω]], ὁ φωνάζων, κράζων) ὁ τριπλοῦν [[σῶμα]] ἔχων γίγας, Πίνδ. Ι. 1. 13, κτλ.· [[ὡσαύτως]] Γηρυονεύς, έως, Ἐπ. -ῆος Ἡσ. Θ. 287· Γηρυών, όνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 870·- [[ἐντεῦθεν]] Γηρυονὶς ἢ -ηΐς, ίδος, ἡ, [[ποίημα]] τοῦ Στησιχόρου εἰς τὸν Γηρυόνην ἀναφερόμενον, Ἀθήν. 499Ε, Παυσ. 8. 3, 2.
}}
{{bailly
|btext=ου, <i>ion.</i> εω (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[Γηρυών]].
}}
}}