Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γόμφος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γόμφος''': ὁ, [[ἧλος]] ἐκ μετάλλου ἢ ξύλου, [[σφήν]], ἐν τῆ κατασκευῇ πλοίου, Ὀδ. Ε΄, 248· καὶ δι’ ἄλλας χρήσεις, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 429, Αἰσχύλ. Θήβ. 542·― [[καθόλου]], πᾶν [[εἶδος]] συνδέσμου ἢ ἀσφαλίσεως, ὡς ἐν Ἡροδ. 2. 96, γόμφοι, [[εἶναι]] τὰ τὰς πλευρὰς τῶν Αἰγυπτιακῶν λέμβων συνδέοντα ξύλα ἢ σανίδια· ἐν Ἀριστ. Ζ. Μ. 2. 9, 5, ἐπὶ τοῦ συνδέσμου τοῦ γόνατος, πρβλ. 4. 10, 60, Φυσ. 5. 3, 7·― μεταφ., τῶνδ’ ἐφήλωται… [[γόμφος]], ἴδε [[ἐφηλόω]].― Οἱ Γραμματικοὶ διακρίνουσι τὸ [[γόμφος]] ἀπὸ τοῦ [[ἧλος]], ὡς ἂν τὸ πρῶτον ἦτο ἐκ ξύλου, τὸ δὲ δεύτερον ἐκ μετάλλου· ἀλλὰ γόμφοι χαλκοῖ ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1838. 11· γ. σιδηροῖ ἐν Πολυβ. 13. 7, 9· φαίνεται δὲ [[μᾶλλον]] ὅτι ἡ διαφορὰ ἦτο εἰς τὸ [[μέγεθος]], [[καθόσον]] ὁ [[γόμφος]] ἦτο μεγαλείτερος, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 463, καὶ πρβλ. Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) γραφικὸς [[στῦλος]], [[γραφίς]], Νόν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάν. ιθ΄, 101. ΙΙ. [[εἶδος]] θαλασσίου ἰχθύος, ἴδε [[γομφάριον]]. (Ἴσως ἡ ἐξ ἀρχῆς [[σημασία]] ἦτο ἡ τοῦ ὀδόντος, πρβλ. [[γομφίος]], γάμφαι, γαμφηλή· Σανσκρ. ǵambhas (dens), ǵabh, gabh é, (capto)· Λιθ. gémbé (uncus).)
|lstext='''γόμφος''': ὁ, [[ἧλος]] ἐκ μετάλλου ἢ ξύλου, [[σφήν]], ἐν τῆ κατασκευῇ πλοίου, Ὀδ. Ε΄, 248· καὶ δι’ ἄλλας χρήσεις, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 429, Αἰσχύλ. Θήβ. 542·― [[καθόλου]], πᾶν [[εἶδος]] συνδέσμου ἢ ἀσφαλίσεως, ὡς ἐν Ἡροδ. 2. 96, γόμφοι, [[εἶναι]] τὰ τὰς πλευρὰς τῶν Αἰγυπτιακῶν λέμβων συνδέοντα ξύλα ἢ σανίδια· ἐν Ἀριστ. Ζ. Μ. 2. 9, 5, ἐπὶ τοῦ συνδέσμου τοῦ γόνατος, πρβλ. 4. 10, 60, Φυσ. 5. 3, 7·― μεταφ., τῶνδ’ ἐφήλωται… [[γόμφος]], ἴδε [[ἐφηλόω]].― Οἱ Γραμματικοὶ διακρίνουσι τὸ [[γόμφος]] ἀπὸ τοῦ [[ἧλος]], ὡς ἂν τὸ πρῶτον ἦτο ἐκ ξύλου, τὸ δὲ δεύτερον ἐκ μετάλλου· ἀλλὰ γόμφοι χαλκοῖ ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1838. 11· γ. σιδηροῖ ἐν Πολυβ. 13. 7, 9· φαίνεται δὲ [[μᾶλλον]] ὅτι ἡ διαφορὰ ἦτο εἰς τὸ [[μέγεθος]], [[καθόσον]] ὁ [[γόμφος]] ἦτο μεγαλείτερος, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 463, καὶ πρβλ. Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) γραφικὸς [[στῦλος]], [[γραφίς]], Νόν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάν. ιθ΄, 101. ΙΙ. [[εἶδος]] θαλασσίου ἰχθύος, ἴδε [[γομφάριον]]. (Ἴσως ἡ ἐξ ἀρχῆς [[σημασία]] ἦτο ἡ τοῦ ὀδόντος, πρβλ. [[γομφίος]], γάμφαι, γαμφηλή· Σανσκρ. ǵambhas (dens), ǵabh, gabh é, (capto)· Λιθ. gémbé (uncus).)
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> cheville (de fer <i>ou</i> de bois) pour lier ensemble les pièces d’un navire;<br /><b>2</b> latte <i>ou</i> traverse de bois pour soutenir les planches d’un navire.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>skr.</i> jámbha « dent », d’où idée de « pointe, cheville ».
}}
}}