Anonymous

γοργωπός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γοργωπός''': -όν, ὁ ἔχων ἄγριον ἢ βλοσυρὸν τὸ [[ὄμμα]], Αἰσχύλ. Πρ. 356, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 868, Ἴωνι 210·― [[ὡσαύτως]], γοργώψ, ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ αὐτ. Ἠλ. 1257, Ὀρ. 261· θηλ. γοργῶπις, ιδος, ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Σοφ. Αἴ. 450, Ἀποσπ. 724.
|lstext='''γοργωπός''': -όν, ὁ ἔχων ἄγριον ἢ βλοσυρὸν τὸ [[ὄμμα]], Αἰσχύλ. Πρ. 356, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 868, Ἴωνι 210·― [[ὡσαύτως]], γοργώψ, ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ αὐτ. Ἠλ. 1257, Ὀρ. 261· θηλ. γοργῶπις, ιδος, ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Σοφ. Αἴ. 450, Ἀποσπ. 724.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />au regard terrifiant.<br />'''Étymologie:''' [[γοργός]], [[ὤψ]].
}}
}}