3,274,216
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βρέφος''': -εος, τό, τὸ [[οὔπω]] γεννηθέν, τὸ ἔτι ἐν τῇ κοιλίᾳ· δηλ. τὸ [[ἔμβρυον]]. Λατ. foetus, [[βρέφος]] ἡμίονον κυέουσαν Ἰλ. Ψ. 266. ΙΙ. τὸ νεωστὶ γεννηθὲν [[τέκνον]], Σιμων. 44. 15 Bgk., Πίνδ. Ο. 6. 55, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1096· νέον [[βρέφος]] Εὐρ. Βάκχ. 289· ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ Σοφ.· ‒ ἐπὶ ζώων, νεογνόν, [[πῶλος]], [[σκύμνος]], Ἡρόδ. 3. 153, Ὀππ. Ἁλ. 5. 464, κτλ.· ‒ ἐκ βρέφεος, ἐκ βρεφικῆς ἡλικίας, Ἀνθ. Π. 9. 567, κτλ. (Πρβλ. Σανσκρ. garbhas (foetus, pullus)· ἐκ τῆς ῥίζης grabh (concipere)· Ζενδ. garewa (foetus)· Σλαυον. žrěbe (pullus)· ‒ περὶ τῆς ἐναλλαγῆς τοῦ β καὶ γ ἴδε Β β. Ι.) | |lstext='''βρέφος''': -εος, τό, τὸ [[οὔπω]] γεννηθέν, τὸ ἔτι ἐν τῇ κοιλίᾳ· δηλ. τὸ [[ἔμβρυον]]. Λατ. foetus, [[βρέφος]] ἡμίονον κυέουσαν Ἰλ. Ψ. 266. ΙΙ. τὸ νεωστὶ γεννηθὲν [[τέκνον]], Σιμων. 44. 15 Bgk., Πίνδ. Ο. 6. 55, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1096· νέον [[βρέφος]] Εὐρ. Βάκχ. 289· ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ Σοφ.· ‒ ἐπὶ ζώων, νεογνόν, [[πῶλος]], [[σκύμνος]], Ἡρόδ. 3. 153, Ὀππ. Ἁλ. 5. 464, κτλ.· ‒ ἐκ βρέφεος, ἐκ βρεφικῆς ἡλικίας, Ἀνθ. Π. 9. 567, κτλ. (Πρβλ. Σανσκρ. garbhas (foetus, pullus)· ἐκ τῆς ῥίζης grabh (concipere)· Ζενδ. garewa (foetus)· Σλαυον. žrěbe (pullus)· ‒ περὶ τῆς ἐναλλαγῆς τοῦ β καὶ γ ἴδε Β β. Ι.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> enfant <i>ou</i> petit d’animal encore dans le sein de sa mère;<br /><b>2</b> enfant <i>ou</i> petit d’animal nouveau-né.<br />'''Étymologie:''' DELG t. très ancien, à rapprocher du <i>v.sl.</i> zrebe, « poulain ». | |||
}} | }} |