Anonymous

δαιμονικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δαιμονικός''': -ή, -όν, ἐπὶ προσώπων ἢ ζῴων, ὁ κατεχόμενος ὑπὸ δαίμονος, Πλούτ. 2. 362F· ἐπὶ πραγμάτων, ὑπὸ δαίμονός τινος καταπεμφθείς, οὐ [[θεῖον]], [[ἀλλά]] δ. [[αὐτόθι]] 996D· δ. [[δύναμις]] [[αὐτόθι]] 363Α, πρβλ. 458Β.
|lstext='''δαιμονικός''': -ή, -όν, ἐπὶ προσώπων ἢ ζῴων, ὁ κατεχόμενος ὑπὸ δαίμονος, Πλούτ. 2. 362F· ἐπὶ πραγμάτων, ὑπὸ δαίμονός τινος καταπεμφθείς, οὐ [[θεῖον]], [[ἀλλά]] δ. [[αὐτόθι]] 996D· δ. [[δύναμις]] [[αὐτόθι]] 363Α, πρβλ. 458Β.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> possédé d’un dieu;<br /><b>2</b> envoyé <i>ou</i> inspiré par un dieu <i>en parl. de choses</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δαίμων]].
}}
}}