Anonymous

γυρεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γῡρεύω''': [[περιέρχομαι]] δρομαίως ἐν κύκλῳ, [[τρέχω]] ὁλόγυρα, τριγυρίζω, γυρίζω, [[ἵππος]]… καμπτῆρας οἵους ἀλφιτεῦσι [[γυρεύω]] Βάβρ. 29, 4. (ἐν τῇ συνηθ.= ζητῶ).
|lstext='''γῡρεύω''': [[περιέρχομαι]] δρομαίως ἐν κύκλῳ, [[τρέχω]] ὁλόγυρα, τριγυρίζω, γυρίζω, [[ἵππος]]… καμπτῆρας οἵους ἀλφιτεῦσι [[γυρεύω]] Βάβρ. 29, 4. (ἐν τῇ συνηθ.= ζητῶ).
}}
{{bailly
|btext=tourner en rond autour ; circuler, aller et venir.<br />'''Étymologie:''' [[γυρός]].
}}
}}