Anonymous

γραμμή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γραμμή''': ἡ, ([[γράφω]]) ἡ διὰ κονδυλίου γραφομένη συνεχὴς σειρὰ σημείων, [[οἷον]] ἐν τοῖς μαθηματικοῖς σχήμασι, Πλάτ. Μέν. 82C, Πολιτ. 509D, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ σχηματισμῷ τῶν γραμμάτων, Λατ. ductus literarum, ὁ αὐτ. Πρωτ. 326D·― [[περίγραμμα]], Ἀρχύτ. 695Gal., Πολύβ. 2. 14, 8, κτλ. ΙΙ. = [[βαλβίς]], ἡ διατέμνουσα τὸν δρόμον γραμμὴ δηλοῦσα τὸ [[σημεῖον]] τῆς ἀναχωρήσεως ἢ τὸ [[τέρμα]] τοῦ ἀγῶνος, Πίνδ. Π. 9. 208, ἴδε ἑρμηνευτὰς εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 483· μεταφ. ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, ὡς τὸ τοῦ Ὁρατίου ultima linea rerum, πρβλ. Εὐρ. Ἡλ. 956, Ἀποσπ. 169·― [[ἐντεῦθεν]], γραμμὴ [[μεθόριος]], τὸ [[ἄκρον]], χείλος, Ἱππ. Ἄρθρ. 839. ΙΙΙ. μεσαία γραμμὴ ἐπὶ σανίδος (παιγνιδίου, [[οἷον]] τῶν πεσσῶν), καλουμένη [[ὡσαύτως]] ἡ [[ἱερά]]· [[ἐντεῦθεν]] παροιμιωδῶς, τὸν ἀπὸ γραμμῆς ἢ ἀφ’ ἱερᾶς κινεῖν λίθον, κινῶ τὸν ἐπὶ τῆς κυρίας γραμμῆς εὐρισκόμενον πεσσόν, δηλ. [[κάμνω]] τὴν ὑστάτην ἀπόπειραν, Ἀλκαῖ. 77, Θεόκρ. 6. 18· πρβλ. Εὐστ. 633. 58., 1397. 31· αἱ γραμμαί, αὐτὴ ἡ σανὶς τοῦ παιγνιδίου (πρβλ. [[πεσσός]]), [[Πολυδ]]. Θ΄, 99. 2) διὰ γραμμῆς παίζειν, ἦτο [[παιγνίδιον]] καθ’ ὃ δύο ἐναντία μέρη προσεπάθουν νὰ σύρωσιν ἀλλήλους [[ἐντεῦθεν]] τῆς μεταξὺ γραμμῆς· τοῦτ’ αὐτὸ δὲ καλεῖται καὶ [[διελκυστίνδα]], ἴδε Πλάτ. Κωμ. Συμμ. 2, Πλάτ. Θεαιτ. 181Α. IV. ἡ μακρὰ (ἐνν. γραμμὴ) ἴδε ἐν λ. [[τιμάω]] ΙΙΙ. 1.
|lstext='''γραμμή''': ἡ, ([[γράφω]]) ἡ διὰ κονδυλίου γραφομένη συνεχὴς σειρὰ σημείων, [[οἷον]] ἐν τοῖς μαθηματικοῖς σχήμασι, Πλάτ. Μέν. 82C, Πολιτ. 509D, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ σχηματισμῷ τῶν γραμμάτων, Λατ. ductus literarum, ὁ αὐτ. Πρωτ. 326D·― [[περίγραμμα]], Ἀρχύτ. 695Gal., Πολύβ. 2. 14, 8, κτλ. ΙΙ. = [[βαλβίς]], ἡ διατέμνουσα τὸν δρόμον γραμμὴ δηλοῦσα τὸ [[σημεῖον]] τῆς ἀναχωρήσεως ἢ τὸ [[τέρμα]] τοῦ ἀγῶνος, Πίνδ. Π. 9. 208, ἴδε ἑρμηνευτὰς εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 483· μεταφ. ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, ὡς τὸ τοῦ Ὁρατίου ultima linea rerum, πρβλ. Εὐρ. Ἡλ. 956, Ἀποσπ. 169·― [[ἐντεῦθεν]], γραμμὴ [[μεθόριος]], τὸ [[ἄκρον]], χείλος, Ἱππ. Ἄρθρ. 839. ΙΙΙ. μεσαία γραμμὴ ἐπὶ σανίδος (παιγνιδίου, [[οἷον]] τῶν πεσσῶν), καλουμένη [[ὡσαύτως]] ἡ [[ἱερά]]· [[ἐντεῦθεν]] παροιμιωδῶς, τὸν ἀπὸ γραμμῆς ἢ ἀφ’ ἱερᾶς κινεῖν λίθον, κινῶ τὸν ἐπὶ τῆς κυρίας γραμμῆς εὐρισκόμενον πεσσόν, δηλ. [[κάμνω]] τὴν ὑστάτην ἀπόπειραν, Ἀλκαῖ. 77, Θεόκρ. 6. 18· πρβλ. Εὐστ. 633. 58., 1397. 31· αἱ γραμμαί, αὐτὴ ἡ σανὶς τοῦ παιγνιδίου (πρβλ. [[πεσσός]]), [[Πολυδ]]. Θ΄, 99. 2) διὰ γραμμῆς παίζειν, ἦτο [[παιγνίδιον]] καθ’ ὃ δύο ἐναντία μέρη προσεπάθουν νὰ σύρωσιν ἀλλήλους [[ἐντεῦθεν]] τῆς μεταξὺ γραμμῆς· τοῦτ’ αὐτὸ δὲ καλεῖται καὶ [[διελκυστίνδα]], ἴδε Πλάτ. Κωμ. Συμμ. 2, Πλάτ. Θεαιτ. 181Α. IV. ἡ μακρὰ (ἐνν. γραμμὴ) ἴδε ἐν λ. [[τιμάω]] ΙΙΙ. 1.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />trait, ligne ; au jeu de dames <i>ou</i> de trictrac, [[αἱ]] γραμμαί, les lignes marquant les étapes progressives des pions ; <i>abs.</i> ἡ [[γραμμή]] <i>ou</i> ἡ [[ἱερά]] ([[γραμμή]]) la ligne <i>ou</i> ligne sacrée, <i>càd</i> la ligne médiale entre les deux camps ; τὸν ἀπὸ γραμμᾶς (dor.) κινεῖν λίθον THCR pousser son pion hors de la ligne (médiale), <i>càd</i> risquer sa dernière chance.<br />'''Étymologie:''' [[γράφω]].
}}
}}