Anonymous

γονυπετέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γονῠπετέω''': [[πίπτω]] εἰς τὰ γόνατα, Πολύβ. 15. 29, 9, κλ. 2) [[πίπτω]] ἔμπροσθέν τινος ἱκετικῶς, τινι Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 14· τινα κ. Μᾶρκ. α΄ , 40.
|lstext='''γονῠπετέω''': [[πίπτω]] εἰς τὰ γόνατα, Πολύβ. 15. 29, 9, κλ. 2) [[πίπτω]] ἔμπροσθέν τινος ἱκετικῶς, τινι Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 14· τινα κ. Μᾶρκ. α΄ , 40.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tomber à genoux.<br />'''Étymologie:''' [[γόνυ]], [[πίπτω]].
}}
}}