3,277,121
edits
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γνωμονικός''': -ή, -όν, ([[γνώμων]] Ι) [[ἁρμόδιος]] [[ὅπως]] παράσχῃ κρίσιν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2,10· πεπειραμένος, [[ἔμπειρος]] ἔν τινι πράγματι, τινος Πλάτ. Πολ. 467C. ΙΙ. ([[γνώμων]] ΙΙ) ὁ ἀνήκων ἢ [[ἔμπειρος]] εἰς γνώμονας ἢ ἡλιακὰ ὡρολόγια, Ἀνθ. Π. 14.139· ἡ γνωμονική (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ κατασκευάζοντος γνώμονας, Βιτρούβ. 1.3.― Ἐπίρρ. –κῶς Στράβ. 87. | |lstext='''γνωμονικός''': -ή, -όν, ([[γνώμων]] Ι) [[ἁρμόδιος]] [[ὅπως]] παράσχῃ κρίσιν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2,10· πεπειραμένος, [[ἔμπειρος]] ἔν τινι πράγματι, τινος Πλάτ. Πολ. 467C. ΙΙ. ([[γνώμων]] ΙΙ) ὁ ἀνήκων ἢ [[ἔμπειρος]] εἰς γνώμονας ἢ ἡλιακὰ ὡρολόγια, Ἀνθ. Π. 14.139· ἡ γνωμονική (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ κατασκευάζοντος γνώμονας, Βιτρούβ. 1.3.― Ἐπίρρ. –κῶς Στράβ. 87. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui connaît, habile à, expert en.<br />'''Étymologie:''' [[γνώμων]]. | |||
}} | }} |