Anonymous

γαύρωμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γαύρωμα''': τό, τό ἐφ’ ᾧ τις ἐπαίρεται, [[αἰτία]] ὑπερηφανίας, Εὐρ. Τρῳ. 1250, Ἀριστείδ. 2. 394.
|lstext='''γαύρωμα''': τό, τό ἐφ’ ᾧ τις ἐπαίρεται, [[αἰτία]] ὑπερηφανίας, Εὐρ. Τρῳ. 1250, Ἀριστείδ. 2. 394.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sujet d’orgueil.<br />'''Étymologie:''' [[γαυρόομαι]].
}}
}}