3,277,700
edits
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δαιμόνιον''': τό, ἡ [[θεία]] [[δύναμις]], ἡ [[θεότης]], τό [[θεῖον]], Λατ. numen, Ἡρόδ. 5. 87, Εὐρ., Πλάτ., κτλ.· κατὰ τὸν Ἀριστ., θεὸς ἢ θεοῦ [[ἔργον]] Ρητ. 2. 23, 8, πρβλ. 3. 18, 2· φοβεῖσθαι μή τι δ. πράγματ’ ἐλαύνῃ, μοιραία τις [[ῥοπή]], Δημ. 124. 26· τά τοῦ δ., ἡ [[εὔνοια]] τῆς τύχης, Πλάτ. Ἐπιν. 992D· ΙΙ. κατώτερόν τι [[θεῖον]] ὂν μεταξὺ θεοῦ τε καί θνητοῦ ὁ αὐτ. Συμπ. 202D· καινὰ δαιμόνια εἰσφέρειν Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2, Πλάτ. Ἀπολ. 24Β· οὕτω λέγει ὁ Ἀριστ., ἡ τῶν ἄλλων ζῴων [[φύσις]] δαιμονίᾳ, ἀλλ’ οὐ [[θεία]] Ὕπν. Μαντ. 2, 1. 2) τὸ [[ὄνομα]] δι’ οὗ ὁ [[Σωκράτης]] ὥριζε τὸ «ἐν αὐτῷ οἰκοῦν [[πνεῦμα]]», ἴδε Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2, Πλάτ. Ἀπολ. 40Α, Θεαιτ. 151Α, Εὐθυδ. 272Ε. 3) [[δαίμων]], πονηρὸν [[πνεῦμα]], Κ. Δ.· πρβλ. [[δαιμονίζομαι]]. (Ουχὶ ὑποκορ. τοῦ [[δαίμων]], ἀλλ’ οὐδέτ. τοῦ [[δαιμόνιος]]). | |lstext='''δαιμόνιον''': τό, ἡ [[θεία]] [[δύναμις]], ἡ [[θεότης]], τό [[θεῖον]], Λατ. numen, Ἡρόδ. 5. 87, Εὐρ., Πλάτ., κτλ.· κατὰ τὸν Ἀριστ., θεὸς ἢ θεοῦ [[ἔργον]] Ρητ. 2. 23, 8, πρβλ. 3. 18, 2· φοβεῖσθαι μή τι δ. πράγματ’ ἐλαύνῃ, μοιραία τις [[ῥοπή]], Δημ. 124. 26· τά τοῦ δ., ἡ [[εὔνοια]] τῆς τύχης, Πλάτ. Ἐπιν. 992D· ΙΙ. κατώτερόν τι [[θεῖον]] ὂν μεταξὺ θεοῦ τε καί θνητοῦ ὁ αὐτ. Συμπ. 202D· καινὰ δαιμόνια εἰσφέρειν Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2, Πλάτ. Ἀπολ. 24Β· οὕτω λέγει ὁ Ἀριστ., ἡ τῶν ἄλλων ζῴων [[φύσις]] δαιμονίᾳ, ἀλλ’ οὐ [[θεία]] Ὕπν. Μαντ. 2, 1. 2) τὸ [[ὄνομα]] δι’ οὗ ὁ [[Σωκράτης]] ὥριζε τὸ «ἐν αὐτῷ οἰκοῦν [[πνεῦμα]]», ἴδε Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2, Πλάτ. Ἀπολ. 40Α, Θεαιτ. 151Α, Εὐθυδ. 272Ε. 3) [[δαίμων]], πονηρὸν [[πνεῦμα]], Κ. Δ.· πρβλ. [[δαιμονίζομαι]]. (Ουχὶ ὑποκορ. τοῦ [[δαίμων]], ἀλλ’ οὐδέτ. τοῦ [[δαιμόνιος]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> divinité ; puissance divine;<br /><b>2</b> démon, <i>càd</i> voix intérieure qui parle à l’homme, le guide et le conseille, <i>p. ex.</i> le démon dont Socrate se disait inspiré.<br />'''Étymologie:''' neutre de [[δαιμόνιος]]. | |||
}} | }} |