Anonymous

βριθύς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βρῑθύς''': -εῖα, ύ, (βρῖ) [[βαρύς]], [[σταθερός]], [[ἔγχος]] Ἰλ. Ε. 746, κτλ. [[ἅπαξ]] μόνον παρὰ Τραγ., βριθύτερος Αἰσχύλ. Ἀγ. 200, πρβλ. Ἀποσπ. 447.
|lstext='''βρῑθύς''': -εῖα, ύ, (βρῖ) [[βαρύς]], [[σταθερός]], [[ἔγχος]] Ἰλ. Ε. 746, κτλ. [[ἅπαξ]] μόνον παρὰ Τραγ., βριθύτερος Αἰσχύλ. Ἀγ. 200, πρβλ. Ἀποσπ. 447.
}}
{{bailly
|btext=εῖα, ύ;<br />lourd, pesant;<br /><i>Cp.</i> βριθύτερος.<br />'''Étymologie:''' cf. [[βρίθω]].
}}
}}