Anonymous

δασύπους: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾰσύπους''': ποδος, ὁ, ὁ δασὺν ἔχων [[πόδα]], δηλ. [[λαγωός]], Lepus timidus, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 108, Ἀλκαῖ. Κωμ. Καλλιστ. 1, Ἀντιφ. Κυκλ. 2, κτλ., καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ.· λαγωὸς ὁ δ. Βαβρ. 69. 1. ΙΙ. παρὰ Πλιν. πιθ. [[κόνικλος]], Lepus cuniculus, 8. 81., 10. 83.
|lstext='''δᾰσύπους''': ποδος, ὁ, ὁ δασὺν ἔχων [[πόδα]], δηλ. [[λαγωός]], Lepus timidus, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 108, Ἀλκαῖ. Κωμ. Καλλιστ. 1, Ἀντιφ. Κυκλ. 2, κτλ., καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ.· λαγωὸς ὁ δ. Βαβρ. 69. 1. ΙΙ. παρὰ Πλιν. πιθ. [[κόνικλος]], Lepus cuniculus, 8. 81., 10. 83.
}}
{{bailly
|btext=ποδος (ὁ) :<br />sorte de lièvre à pattes velues <i>(lepus timidus), animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δασύς]], [[πούς]].
}}
}}