Anonymous

βουκολέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βουκολέω''': Δωρ. βωκ-· ([[βουκόλος]])·- [[βόσκω]] [[βοῦς]] , ἕλικας [[βοῦς]] βουκολέεσκες (Ἰων. παρατα.), Ἰλ. Φ. 448.- Μέσ., βουκολεῖσθαι αἶγας Εὔπολ. Αἰξ. 25.- Παθ., ἐπὶ κτηνῶν, πλανῶμαι ἀνὰ τοὺς ἀγρούς, βόσκομαι, [[ἕλος]] κάτα βουκολέοντο, ἐπὶ ἵππων (πρβλ. [[ἱπποβουκόλος]]), Ἰλ. Υ. 221· μεταφ. ἐπὶ μετεώρων, πλανῶμαι ἀνὰ τὸν οὐρανόν, Καλλ. εἰς Δῆλ. 176. 2) ἐπὶ προσώπων, βουκολεῖς Σαβάζιον, περιποιεῖσαι αὐτόν, λατρεύεις ([[ἴσως]] [[μετὰ]] ὑπαινιγμοῦ τῆς λατρείας [[αὐτοῦ]]), Ἀριστ. Σφηγ. 10 · [[ὡσαύτως]] κατὰ μέσ. τυπ., μὴ πρόκαμνε, τόνδε βουκοκούμενος πόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 73. ΙΙ. μετφ. ὡς τὸ [[ποιμαίνω]], Λατ. pasco, lacto, [[ἐμπαίζω]], ἐξαπατῶ, «ξεγελῶ», [[πόθος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 669, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 81· β. λύπην Βάβρ. 19. 7· καὶ κατὰ μέσ. τύπ., ἐλπίσι βουκολοῦμαι, ἐξαπατῶ ἐμαυτὸν μὲ ἐλπίδας, Βαλκ. Ἱππ. 151· [[κάτω]] [[κάρα]] ῥίψας με βουκολήσεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 153.
|lstext='''βουκολέω''': Δωρ. βωκ-· ([[βουκόλος]])·- [[βόσκω]] [[βοῦς]] , ἕλικας [[βοῦς]] βουκολέεσκες (Ἰων. παρατα.), Ἰλ. Φ. 448.- Μέσ., βουκολεῖσθαι αἶγας Εὔπολ. Αἰξ. 25.- Παθ., ἐπὶ κτηνῶν, πλανῶμαι ἀνὰ τοὺς ἀγρούς, βόσκομαι, [[ἕλος]] κάτα βουκολέοντο, ἐπὶ ἵππων (πρβλ. [[ἱπποβουκόλος]]), Ἰλ. Υ. 221· μεταφ. ἐπὶ μετεώρων, πλανῶμαι ἀνὰ τὸν οὐρανόν, Καλλ. εἰς Δῆλ. 176. 2) ἐπὶ προσώπων, βουκολεῖς Σαβάζιον, περιποιεῖσαι αὐτόν, λατρεύεις ([[ἴσως]] [[μετὰ]] ὑπαινιγμοῦ τῆς λατρείας [[αὐτοῦ]]), Ἀριστ. Σφηγ. 10 · [[ὡσαύτως]] κατὰ μέσ. τυπ., μὴ πρόκαμνε, τόνδε βουκοκούμενος πόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 73. ΙΙ. μετφ. ὡς τὸ [[ποιμαίνω]], Λατ. pasco, lacto, [[ἐμπαίζω]], ἐξαπατῶ, «ξεγελῶ», [[πόθος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 669, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 81· β. λύπην Βάβρ. 19. 7· καὶ κατὰ μέσ. τύπ., ἐλπίσι βουκολοῦμαι, ἐξαπατῶ ἐμαυτὸν μὲ ἐλπίδας, Βαλκ. Ἱππ. 151· [[κάτω]] [[κάρα]] ῥίψας με βουκολήσεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 153.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> βουκολήσω, <i>ao.</i> ἐβουκόλησα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. pf.</i> βεβουκόλημαι;<br /><b>1</b> faire paître des bœufs;<br /><b>2</b> faire paître <i>en gén.</i> ; prendre soin de ; calmer, adoucir : [[πάθος]] ESCHL une souffrance ; séduire en flattant, tromper;<br /><i><b>Moy.</b></i> βουκολέομαι-οῦμαι paître.<br />'''Étymologie:''' [[βουκόλος]].
}}
}}