Anonymous

γεφυρόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γεφῡρόω''': ([[γέφυρα]]) [[συνδέω]] διὰ γεφύρας, καθιστῶ διαβατὸν διὰ γεφύρας, γεφύρωσε δὲ μιν (ἐνν. τὸν ποταμὸν) ἡ πτελέη, ἡ πεσοῦσα [[πτελέα]] ἀπετέλεσε γέφυραν [[ὑπεράνω]] τοῦ ποταμοῦ, Ἱλ. Φ. 245· οὕτω παρὰ πεζοῖς, γ. τὸν ποταμόν, [[κάμνω]] γέφυραν [[ὑπεράνω]] [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 4. 118, πρβλ. 88, Πλάτ. Κριτ. 115C· ἐγεφυρώθη ὁ [[πόρος]] Ἡρόδ. 7. 36· ποταμὸν πλοίοις γ. Πολύβ. 3. 66, 6· νεκροῖς Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 2. 2) [[κάμνω]] [δίοδόν τινα] ὡς γέφυραν, γεφύρωσε κέλευθον, ἔκαμε δρόμον διὰ γεφύρας, γεφυρωτόν, Ἰλ. Ο. 327· νόστον Ἀτρείδαις γ. Πίνδ. Ι. 8(7). 111. ΙΙ. [[ὑπερασπίζω]] διὰ προχώματος (πρβλ. ἀπογεφ-), Εὐσ. Χρον.
|lstext='''γεφῡρόω''': ([[γέφυρα]]) [[συνδέω]] διὰ γεφύρας, καθιστῶ διαβατὸν διὰ γεφύρας, γεφύρωσε δὲ μιν (ἐνν. τὸν ποταμὸν) ἡ πτελέη, ἡ πεσοῦσα [[πτελέα]] ἀπετέλεσε γέφυραν [[ὑπεράνω]] τοῦ ποταμοῦ, Ἱλ. Φ. 245· οὕτω παρὰ πεζοῖς, γ. τὸν ποταμόν, [[κάμνω]] γέφυραν [[ὑπεράνω]] [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 4. 118, πρβλ. 88, Πλάτ. Κριτ. 115C· ἐγεφυρώθη ὁ [[πόρος]] Ἡρόδ. 7. 36· ποταμὸν πλοίοις γ. Πολύβ. 3. 66, 6· νεκροῖς Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 2. 2) [[κάμνω]] [δίοδόν τινα] ὡς γέφυραν, γεφύρωσε κέλευθον, ἔκαμε δρόμον διὰ γεφύρας, γεφυρωτόν, Ἰλ. Ο. 327· νόστον Ἀτρείδαις γ. Πίνδ. Ι. 8(7). 111. ΙΙ. [[ὑπερασπίζω]] διὰ προχώματος (πρβλ. ἀπογεφ-), Εὐσ. Χρον.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> γεφυρώσω;<br /><b>1</b> <i>dans Hom.</i> couvrir d’une chaussée : γ. κέλευθον IL rendre le chemin praticable par une chaussée, frayer un chemin ; γεφύρωσε (ποταμὸν) ἡ πτελεή IL l’orme s’étendit sur le fleuve comme une chaussée;<br /><b>2</b> <i>après Hom.</i> jeter un pont sur : ποταμόν HDT sur un fleuve ; γ. νεκροῖς LUC faire un pont de cadavres ; <i>Pass.</i> être rendu accessible au moyen d’un pont.<br />'''Étymologie:''' [[γέφυρα]].
}}
}}