Anonymous

γεωμετρικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γεωμετρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὴν γεωμετρίαν, Πλάτ. Πολ. 546C, κτλ.· γεωμετρικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[γεωμετρία]], ὁ αὐτ. Γοργ. 450D· τὰ γεωμετρικά, ἀντικείμενα ἐσχετισμένα πρὸς τὴν γεωμετρίαν, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 12. ΙΙ. [[ἔμπειρος]] εἰς τὴν γεωμετρίαν, [[γεωμέτρης]], Πλάτ. Πολ. 511D, κτλ.― Ἐπίρρ.–κῶς Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 3, Στράβων 94.
|lstext='''γεωμετρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὴν γεωμετρίαν, Πλάτ. Πολ. 546C, κτλ.· γεωμετρικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[γεωμετρία]], ὁ αὐτ. Γοργ. 450D· τὰ γεωμετρικά, ἀντικείμενα ἐσχετισμένα πρὸς τὴν γεωμετρίαν, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 12. ΙΙ. [[ἔμπειρος]] εἰς τὴν γεωμετρίαν, [[γεωμέτρης]], Πλάτ. Πολ. 511D, κτλ.― Ἐπίρρ.–κῶς Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 3, Στράβων 94.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l’arpentage <i>ou</i> la géométrie;<br /><b>2</b> ὁ [[γεωμετρικός]] versé dans la géométrie, habile géomètre.<br />'''Étymologie:''' [[γεωμέτρης]].
}}
}}