Anonymous

γενειάσκω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γενειάσκω''': [[γενειάζω]], [[ἀρχίζω]] νὰ προσκτῶμαι γενειάδα, Πλάτ. Συμπ. 181D, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5· ἄρτι γενειάσκων Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 100.
|lstext='''γενειάσκω''': [[γενειάζω]], [[ἀρχίζω]] νὰ προσκτῶμαι γενειάδα, Πλάτ. Συμπ. 181D, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5· ἄρτι γενειάσκων Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 100.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[γενειάω]].
}}
}}