Anonymous

δαμαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾰμᾰλίζω''': ποιητ. ἐκτεταμένος [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[δαμάζω]], [[καταβάλλω]], ὑποτάττω, εὐκτ. -ίζοι Πίνδ. Π. 5. 163. Μέσ., πώλους δαμαλιζομένα Εὐρ. Ἱππ. 231 (λυρ.).
|lstext='''δᾰμᾰλίζω''': ποιητ. ἐκτεταμένος [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[δαμάζω]], [[καταβάλλω]], ὑποτάττω, εὐκτ. -ίζοι Πίνδ. Π. 5. 163. Μέσ., πώλους δαμαλιζομένα Εὐρ. Ἱππ. 231 (λυρ.).
}}
{{bailly
|btext=dompter, soumettre.<br />'''Étymologie:''' [[δάμαλις]].
}}
}}