Anonymous

δασύστερνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δασύστερνος''': -ον, ὁ ἔχων δασύ, μαλλιαρὸν τὸ [[στῆθος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 512· ἐπὶ τοῦ Κενταύρου Νέσσου, Σοφ. Τρ. 557· ― οὕτω δασύστηθος, ον, Πρόκλ. Πτολ. 3. 14.
|lstext='''δασύστερνος''': -ον, ὁ ἔχων δασύ, μαλλιαρὸν τὸ [[στῆθος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 512· ἐπὶ τοῦ Κενταύρου Νέσσου, Σοφ. Τρ. 557· ― οὕτω δασύστηθος, ον, Πρόκλ. Πτολ. 3. 14.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la poitrine velue.<br />'''Étymologie:''' [[δασύς]], [[στέρνον]].
}}
}}