3,277,121
edits
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δεκασμός''': ὁ, ([[δεκάζω]]) [[δωροδοκία]], διὰ δώρων διαφθορά, Διον. Ἁλ. 7. 64, Πλουτ. Κάτ. Νεωτ. 44· κατὰ πληθ., αὐτ. Κικέρων. 29. | |lstext='''δεκασμός''': ὁ, ([[δεκάζω]]) [[δωροδοκία]], διὰ δώρων διαφθορά, Διον. Ἁλ. 7. 64, Πλουτ. Κάτ. Νεωτ. 44· κατὰ πληθ., αὐτ. Κικέρων. 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de corrompre, corruption (d’un juge, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[δεκάζω]]. | |||
}} | }} |