3,274,216
edits
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαβῐόω''': μέλλ. -ώσομαι, ἀόρ. β' -εβίων, ἀπαρ. -βιῶναι :- ζῶ [[μέχρι]] τέλους, [[διέρχομαι]] (ζῶν), χρόνον Πλάτ. Νόμ. 730C· βίον Ἰσοκρ. 203Β·- ἀπολ., δαπανῶ ὅλην μου τὴν ζωήν, δ. δικαίως, ὁσιώτατα Πλάτ. Γοργ. 526Α, Μένωνι 81Β· [[μετὰ]] μετοχ., μελετῶν διαβεβιωκέναι Ξεν. Ἀπολ. 3, πρβλ. Ἀπομν. 4. 8, 4· καὶ οὕτω ῥηματ. ἐπίθ., διαβιωτέον παίζοντα Πλάτ. Νόμ. 803Ε. | |lstext='''διαβῐόω''': μέλλ. -ώσομαι, ἀόρ. β' -εβίων, ἀπαρ. -βιῶναι :- ζῶ [[μέχρι]] τέλους, [[διέρχομαι]] (ζῶν), χρόνον Πλάτ. Νόμ. 730C· βίον Ἰσοκρ. 203Β·- ἀπολ., δαπανῶ ὅλην μου τὴν ζωήν, δ. δικαίως, ὁσιώτατα Πλάτ. Γοργ. 526Α, Μένωνι 81Β· [[μετὰ]] μετοχ., μελετῶν διαβεβιωκέναι Ξεν. Ἀπολ. 3, πρβλ. Ἀπομν. 4. 8, 4· καὶ οὕτω ῥηματ. ἐπίθ., διαβιωτέον παίζοντα Πλάτ. Νόμ. 803Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />passer sa vie.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βιόω]]. | |||
}} | }} |