Anonymous

διαβιβρώσκω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβιβρώσκω''': μέλλ.-βρώσομαι, παθ. πρκμ. -βέβρωμαι: - [[κατατρώγω]], [[καταναλίσκω]], Ἱππ. 469. 14, Πλάτ. Τιμ. 83Α. - Παθ., διαβεβρῶσθαι Λουκ. Ἀπαιδ. 1.
|lstext='''διαβιβρώσκω''': μέλλ.-βρώσομαι, παθ. πρκμ. -βέβρωμαι: - [[κατατρώγω]], [[καταναλίσκω]], Ἱππ. 469. 14, Πλάτ. Τιμ. 83Α. - Παθ., διαβεβρῶσθαι Λουκ. Ἀπαιδ. 1.
}}
{{bailly
|btext=manger entièrement, dévorer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βιβρώσκω]].
}}
}}