Anonymous

γάνωσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γάνωσις''': -εως, ἡ, λάμπρυνσις, [[στίλβωσις]], [[κόσμησις]], Πλούτ. 2. 287Β· τὸ [[γάνωμα]], ἡ [[ἐπίχρισις]], τὸ «βερνίκωμα» Σύμμ. Παλ. Διαθ.
|lstext='''γάνωσις''': -εως, ἡ, λάμπρυνσις, [[στίλβωσις]], [[κόσμησις]], Πλούτ. 2. 287Β· τὸ [[γάνωμα]], ἡ [[ἐπίχρισις]], τὸ «βερνίκωμα» Σύμμ. Παλ. Διαθ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de rendre brillant.<br />'''Étymologie:''' [[γανόω]].
}}
}}