3,277,206
edits
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δειλινός''': -ή, -όν, ([[δείλη]]) συνηρ. ἀντὶ [[δειελινός]], ὁ ἀνήκων εἰς τὴν δείλην, δ. ἤρξατο Κωμ. Ἀνών. 336, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ. 31· τό δ., ὡς ἐπίρρ., ὡς παρ’ ἡμῖν, πρὸς ἑσπέραν, ὁ αὐτ. Λεξιφ. 2. ΙΙ. τὸ δ. (ἐνν. [[δεῖπνον]]) τὸ πρὸς ἑσπέραν [[φαγητόν]], «δειλινό», Ἀθήν. 418Β. | |lstext='''δειλινός''': -ή, -όν, ([[δείλη]]) συνηρ. ἀντὶ [[δειελινός]], ὁ ἀνήκων εἰς τὴν δείλην, δ. ἤρξατο Κωμ. Ἀνών. 336, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ. 31· τό δ., ὡς ἐπίρρ., ὡς παρ’ ἡμῖν, πρὸς ἑσπέραν, ὁ αὐτ. Λεξιφ. 2. ΙΙ. τὸ δ. (ἐνν. [[δεῖπνον]]) τὸ πρὸς ἑσπέραν [[φαγητόν]], «δειλινό», Ἀθήν. 418Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de l’après-midi, de la soirée, du soir ; <i>adv.</i> • τὸ δειλινόν le soir.<br />'''Étymologie:''' [[δείλη]]. | |||
}} | }} |