3,270,341
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δείλομαι''': ἀποθ. ([[δείλη]]) [[κλίνω]] πρὸς ἑσπέραν, δείλετό τ’ [[ἠέλιος]], ὁ [[ἥλιος]] ἔβαινε πρὸς τὴν δύσιν, Ὀδ. Η. 289· [[οὕτως]] ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκεν ἀντὶ δύσετο, ― [[ἐπειδὴ]] ἐκ τῶν συμφραζομένων γίνεται δῆλον ὅτι ὁ ἀπεῖχε τῆς δύσεως. | |lstext='''δείλομαι''': ἀποθ. ([[δείλη]]) [[κλίνω]] πρὸς ἑσπέραν, δείλετό τ’ [[ἠέλιος]], ὁ [[ἥλιος]] ἔβαινε πρὸς τὴν δύσιν, Ὀδ. Η. 289· [[οὕτως]] ὁ Ἀρίσταρχ. ἀνεγίνωσκεν ἀντὶ δύσετο, ― [[ἐπειδὴ]] ἐκ τῶν συμφραζομένων γίνεται δῆλον ὅτι ὁ ἀπεῖχε τῆς δύσεως. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf 3ᵉ sg.</i> δείλετο;<br />approcher du soir, pencher vers son déclin <i>en parl. du soleil</i>.<br />'''Étymologie:''' [[δείλη]]. | |||
}} | }} |