Anonymous

διαδέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαδέω''': μέλλ. -δήσω, δένω ὁλόγυρα, δ. τὸ [[πλοῖον]] Ἡρόδ. 2, 29, πρβλ. 4. 154· δ. τὰ χαλκεῖα ταινίᾳ Ἀριστ. Ἀκουστ. 36. ― Παθ., διαδεδεμένος, ἰσχυρῶς δεδεμένος, Πλάτ. Φαίδωνι 82Ε. ― Μέσ., δ. ἱμάτια ταῖς λαιαῖς, δένω, [[τυλίσσω]] αὐτὰ περὶ τοὺς ἀριστεροὺς βραχίονας, Ἀππ. Μιθρ. 86· ― ἀπολ., διαδήσασθαι, δένω τὴν κεφαλήν μου (διὰ διαδήματος), Πλούτ. Δημητρ. 41· ὁ διαδούμενος, [[ἄφηβος]] δένων [[πέριξ]] τὴν κόμην αὑτοῦ διὰ ταινίας, περίφημον [[ἔργον]] τοῦ Πολυκλείτου· καὶ ἐν τῷ παθ., διαδεδεμένος τὴν κεφαλὴν διαδήματι, μίτρᾳ, ἔχων τὴν κεφαλὴν δεδεμένην διὰ…, Διόδ. 4. 4, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 3.
|lstext='''διαδέω''': μέλλ. -δήσω, δένω ὁλόγυρα, δ. τὸ [[πλοῖον]] Ἡρόδ. 2, 29, πρβλ. 4. 154· δ. τὰ χαλκεῖα ταινίᾳ Ἀριστ. Ἀκουστ. 36. ― Παθ., διαδεδεμένος, ἰσχυρῶς δεδεμένος, Πλάτ. Φαίδωνι 82Ε. ― Μέσ., δ. ἱμάτια ταῖς λαιαῖς, δένω, [[τυλίσσω]] αὐτὰ περὶ τοὺς ἀριστεροὺς βραχίονας, Ἀππ. Μιθρ. 86· ― ἀπολ., διαδήσασθαι, δένω τὴν κεφαλήν μου (διὰ διαδήματος), Πλούτ. Δημητρ. 41· ὁ διαδούμενος, [[ἄφηβος]] δένων [[πέριξ]] τὴν κόμην αὑτοῦ διὰ ταινίας, περίφημον [[ἔργον]] τοῦ Πολυκλείτου· καὶ ἐν τῷ παθ., διαδεδεμένος τὴν κεφαλὴν διαδήματι, μίτρᾳ, ἔχων τὴν κεφαλὴν δεδεμένην διὰ…, Διόδ. 4. 4, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 3.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />lier autour : [[τι]] qch ; τινά τινι entourer qqn de liens ; <i>Pass.</i> διαδεδέσθαι τὴν κεγαλὴν διαδήματι LUC avoir la tête ceinte d’un diadème ; <i>fig.</i> ἡ ψυχὴ διαδεδεμένη [[ἐν]] [[τῷ]] σώματι PLAT l’âme emprisonnée dans le corps;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαδέομαι-οῦμαι ceindre d’un diadème.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δέω]]¹.
}}
}}