Anonymous

διαβρεχής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβρεχής''': -ές, ὁ [[ὅλως]] βεβρεγμένος, [[κάθυγρος]], “μουσκευμένος”, Λουκ. Τραγ. 304.
|lstext='''διαβρεχής''': -ές, ὁ [[ὅλως]] βεβρεγμένος, [[κάθυγρος]], “μουσκευμένος”, Λουκ. Τραγ. 304.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />imprégné, trempé.<br />'''Étymologie:''' [[διαβρέχω]].
}}
}}