3,274,919
edits
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαδωρέομαι''': ἀποθ., διαμοιράζω ὡς δῶρα, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 6, Ποσειδ. (Ἀθην. 154C). 2) [[καθόλου]], [[διανέμω]], παραχωρῶ, τινάς εἰς τὰς ἐπαρχίας Ἰώσηπ. Ι. ΙΙ. 6. 9, 2. | |lstext='''διαδωρέομαι''': ἀποθ., διαμοιράζω ὡς δῶρα, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 6, Ποσειδ. (Ἀθην. 154C). 2) [[καθόλου]], [[διανέμω]], παραχωρῶ, τινάς εἰς τὰς ἐπαρχίας Ἰώσηπ. Ι. ΙΙ. 6. 9, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br />distribuer à titre de présent.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δωρέω]]. | |||
}} | }} |