Anonymous

διαγογγύζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαγογγύζω''': μέλλ. -σω, [[γογγύζω]] πολύ, μουρμουρίζω, κατά τινος Ἑβδ. (Ἐξόδ. 16. 7, 8)· ἐπί τινα [[αὐτόθι]] Ἀριθμ. 14. 2· γογγύζομεν πρὸς ἀλλήλους, Εὐαγγ. κ. Λουκ. 15. 2., 19. 7· πρβλ. Ἡλιόδ. 7. 27.
|lstext='''διαγογγύζω''': μέλλ. -σω, [[γογγύζω]] πολύ, μουρμουρίζω, κατά τινος Ἑβδ. (Ἐξόδ. 16. 7, 8)· ἐπί τινα [[αὐτόθι]] Ἀριθμ. 14. 2· γογγύζομεν πρὸς ἀλλήλους, Εὐαγγ. κ. Λουκ. 15. 2., 19. 7· πρβλ. Ἡλιόδ. 7. 27.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> murmurer entre soi <i>en parl. de plus. pers.</i> ; [[κατά]] τινος, [[ἐπί]] τινα contre qqn;<br /><b>2</b> murmurer <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[γογγύζω]].
}}
}}