Anonymous

δεξιολάβος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεξιολάβος''': ὁ, [[λογχοφόρος]]· κατὰ πληθ., φρουροί, φύλακες, Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 23 ([[ἔνθα]] ὁ Lachm. δεξιοβόλους), Ἰω. Λυδ. παρὰ Κωνστ. π. Θεμ. σ. 17, ἐκδ. Βόνν., Θεοφύλ. Σιμ. 91C.
|lstext='''δεξιολάβος''': ὁ, [[λογχοφόρος]]· κατὰ πληθ., φρουροί, φύλακες, Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 23 ([[ἔνθα]] ὁ Lachm. δεξιοβόλους), Ἰω. Λυδ. παρὰ Κωνστ. π. Θεμ. σ. 17, ἐκδ. Βόνν., Θεοφύλ. Σιμ. 91C.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />garde <i>ou</i> satellite d’un prince.<br />'''Étymologie:''' [[δεξιός]], [[λαμβάνω]].
}}
}}