Anonymous

δέλτα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δέλτα''': τό, ἄκλιτ., ἴδε ἐν Δ δ· γεν. δέλτατος ἐν Α. Β. 781. ΙΙ. πᾶν τὸ ἔχων [[σχῆμα]] Δ, ἰδίως [[ὄνομα]] τῶν νήσων, ἃς σχηματίζουσι τὰ στόμια μεγάλων ποταμῶν, [[οἷον]] τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 13, κτλ.· τοῦ Ἰνδοῦ, Στράβων 701, Ἀρρ. 5. 4, κτλ, 2) τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], Ἀριστοφ. Λυσ. 151.
|lstext='''δέλτα''': τό, ἄκλιτ., ἴδε ἐν Δ δ· γεν. δέλτατος ἐν Α. Β. 781. ΙΙ. πᾶν τὸ ἔχων [[σχῆμα]] Δ, ἰδίως [[ὄνομα]] τῶν νήσων, ἃς σχηματίζουσι τὰ στόμια μεγάλων ποταμῶν, [[οἷον]] τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 13, κτλ.· τοῦ Ἰνδοῦ, Στράβων 701, Ἀρρ. 5. 4, κτλ, 2) τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], Ἀριστοφ. Λυσ. 151.
}}
{{bailly
|btext=(τό) :<br /><i>indécl.</i><br /><b>I.</b> delta, 4ᵉ lettre de l’alphabet grec (v. Δ, δ);<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> pays en forme de Δ : le delta des bouches du Nil ; le delta de Thrace, près du Bosphore;<br /><b>2</b> pubis de la femme Eust..<br />'''Étymologie:''' emprunt sémit. ; cf. <i>hébr.</i> daleth « porte ».
}}
}}