Anonymous

διαγρυπνέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαγρυπνέω''': διατελῶ [[ἄγρυπνος]], [[κεῖμαι]] ἐπὶ τῆς κλίνης [[ἄγρυπνος]], ἐν μακρῷ χρόνῳ νυκτὸς δ. Ἀριστοφ. Βατρ. 931· τήν νύκτα Διόδ. 14. 105.
|lstext='''διαγρυπνέω''': διατελῶ [[ἄγρυπνος]], [[κεῖμαι]] ἐπὶ τῆς κλίνης [[ἄγρυπνος]], ἐν μακρῷ χρόνῳ νυκτὸς δ. Ἀριστοφ. Βατρ. 931· τήν νύκτα Διόδ. 14. 105.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />passer la nuit sans dormir, rester éveillé.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀγρυπνέω]].
}}
}}