Anonymous

διαμετρέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμετρέω''': μετρῶ διὰ μέσου, ἐντελῶς˙ μετρῶ καὶ [[ἀποχωρίζω]], χῶρον δ., μετρῶ τὸν διὰ τὴν μονομαχίαν τόπον, Ἰλ. Γ. 315˙ [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ., Πολύβ. 6. 41, 3: - [[ἡμέρα]] διαμεμετρημένη, ὁ διὰ τῆς κλεψύδρας μεμετρημένος [[χρόνος]], Δημ. 378. 8, Αἰσχίν. 82. 12. 2) μετρῶν διαιρῶ εἰς μέρη, [[διανέμω]], μεδίμνους δ. τισι τῆς καθεστηκυίας [[τιμῆς]] Δημ. 918. 24˙ οὐδὲν δ. τοῖς στρατιώταις, δὲν χορηγῶ [[σιτηρέσιον]], Ξεν. Ἀν. 7, 1, 40, πρβλ. 41. - Μέσ., ἔχουσι μετρήσει εἰς ἐμέ, [[λαμβάνω]] ὡς [[μερίδιον]], Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 9, Δημ. 918. 8˙ - ἀλλ’ ὁ Καλλ. ἔχει τὸ μέσ. μετ’ ἐνεργ. σημασίας, Ἀπολλ. 54, Ἄρτεμ. 36. ΙΙ. ἀμετ. = ἐκ διαμέτρου ἀντικεῖσθαι, εἶμαι ἐκ διαμέτρου [[ἀντίθετος]], τινὶ Μανέθων 4. 74.
|lstext='''διαμετρέω''': μετρῶ διὰ μέσου, ἐντελῶς˙ μετρῶ καὶ [[ἀποχωρίζω]], χῶρον δ., μετρῶ τὸν διὰ τὴν μονομαχίαν τόπον, Ἰλ. Γ. 315˙ [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ., Πολύβ. 6. 41, 3: - [[ἡμέρα]] διαμεμετρημένη, ὁ διὰ τῆς κλεψύδρας μεμετρημένος [[χρόνος]], Δημ. 378. 8, Αἰσχίν. 82. 12. 2) μετρῶν διαιρῶ εἰς μέρη, [[διανέμω]], μεδίμνους δ. τισι τῆς καθεστηκυίας [[τιμῆς]] Δημ. 918. 24˙ οὐδὲν δ. τοῖς στρατιώταις, δὲν χορηγῶ [[σιτηρέσιον]], Ξεν. Ἀν. 7, 1, 40, πρβλ. 41. - Μέσ., ἔχουσι μετρήσει εἰς ἐμέ, [[λαμβάνω]] ὡς [[μερίδιον]], Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 9, Δημ. 918. 8˙ - ἀλλ’ ὁ Καλλ. ἔχει τὸ μέσ. μετ’ ἐνεργ. σημασίας, Ἀπολλ. 54, Ἄρτεμ. 36. ΙΙ. ἀμετ. = ἐκ διαμέτρου ἀντικεῖσθαι, εἶμαι ἐκ διαμέτρου [[ἀντίθετος]], τινὶ Μανέθων 4. 74.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> mesurer pour distribuer : [[τί]] τινι distribuer à qqn une portion, une ration ; [[ἡμέρα]] διαμεμετρημένη DÉM parts de temps d’une journée mesurées par la clepsydre ; <i>avec un suj. de pers.</i> recevoir comme part (mesurée);<br /><b>2</b> mesurer d’un bout à l’autre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μετρέω]].
}}
}}