Anonymous

διαθρυλέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαθρῡλέω''': (ἴδε ἐν λ. [[θρυλέω]], = [[διαθροέω]])· - κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατὰ πρκμ. καὶ ὑπερσυντέλ. Παθ., κοινῶς λέγομαι, διαφημίζομαι, διακωδωνίζομαι, διετεθρύλητο ὡς… Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2, πρβλ. Πλούτ. Κίμ. 15. ΙΙ. ἐκκωφοῦμαι ἐκ τῆς συνεχοῦς ὁμιλίας, «ξεκωφαίνομαι», διαθρυλούμενος ὑπό σου Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 37· διατεθρύλημαι ἀκούων Πλάτ. Λύσ. 205Β· διατεθρυλημένος τὰ ὦτα ὁ αὐτ. Πολ. 358C.
|lstext='''διαθρῡλέω''': (ἴδε ἐν λ. [[θρυλέω]], = [[διαθροέω]])· - κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατὰ πρκμ. καὶ ὑπερσυντέλ. Παθ., κοινῶς λέγομαι, διαφημίζομαι, διακωδωνίζομαι, διετεθρύλητο ὡς… Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 2, πρβλ. Πλούτ. Κίμ. 15. ΙΙ. ἐκκωφοῦμαι ἐκ τῆς συνεχοῦς ὁμιλίας, «ξεκωφαίνομαι», διαθρυλούμενος ὑπό σου Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 37· διατεθρύλημαι ἀκούων Πλάτ. Λύσ. 205Β· διατεθρυλημένος τὰ ὦτα ὁ αὐτ. Πολ. 358C.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> répandre un bruit : διετεθρύλετο [[ὡς]] XÉN c’était un bruit répandu que, <i>etc.</i><br /><b>2</b> rebattre les oreilles, assourdir en parlant <i>ou</i> en criant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[θρυλέω]].
}}
}}