3,251,689
edits
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαλαγχάνω''': μέλλ. -λήξομαι, διαιρῶ ἢ [[χωρίζω]] διὰ κλήρου, Ἡροδ. 4. 68, Αἰσχύλ. Θήβ. 789, 816, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 1, κτλ., πρβλ. Ruhnk. Τίμ.· θηκτῷ σιδήρῳ [[δῶμα]] δ. Εὐρ. Φοιν. 68· -- μεταφ., σπαράττων [[κόπτω]] εἰς τεμάχια, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1292. | |lstext='''διαλαγχάνω''': μέλλ. -λήξομαι, διαιρῶ ἢ [[χωρίζω]] διὰ κλήρου, Ἡροδ. 4. 68, Αἰσχύλ. Θήβ. 789, 816, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 1, κτλ., πρβλ. Ruhnk. Τίμ.· θηκτῷ σιδήρῳ [[δῶμα]] δ. Εὐρ. Φοιν. 68· -- μεταφ., σπαράττων [[κόπτω]] εἰς τεμάχια, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1292. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> διαλήξομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> partager entre soi par la voie du sort;<br /><b>2</b> partager violemment, déchirer, briser.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λαγχάνω]]. | |||
}} | }} |