Anonymous

διανίστημι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διᾱνίστημι''': μέλλ. -στήσω, [[ἀνεγείρω]], Διον. Ἁλ. 4. 2· [[ἀνιδρύω]], ὁ αὐτ. 6. 12. ΙΙ. μέσ., ἐγείρομαι, [[νύκτωρ]] Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 6, Πολύβ. 3. 74, 1. 2) ἵσταμαι μακρὰν ἀπό τινος, [[ἀπομακρύνομαι]], τινὸς Θουκ. 4. 128.
|lstext='''διᾱνίστημι''': μέλλ. -στήσω, [[ἀνεγείρω]], Διον. Ἁλ. 4. 2· [[ἀνιδρύω]], ὁ αὐτ. 6. 12. ΙΙ. μέσ., ἐγείρομαι, [[νύκτωρ]] Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 6, Πολύβ. 3. 74, 1. 2) ἵσταμαι μακρὰν ἀπό τινος, [[ἀπομακρύνομαι]], τινὸς Θουκ. 4. 128.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαναστήσω, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> faire lever, relever;<br /><b>II.</b> <i>intr. (ao.2</i> [[διανέστην]], <i>pf.</i> διανέστηκα ; <i>Moy.</i> διανίσταμαι, <i>f.</i> διαναστήσομαι, <i>etc.</i>);<br /><b>1</b> se relever;<br /><b>2</b> s’écarter de (ses intérêts), gén..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀνίστημι]].
}}
}}