Anonymous

διακαρτερέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακαρτερέω''': [[ἐμμένω]] [[μέχρι]] τέλους, ἐγκαρτερῶ, Ἡρόδ. 3. 52· ἐς τὸ ἔσχατον 7. 107· ἐν τῇ συμμαχίᾳ Ξεν. Ἑλλ. 7.2, 1· [[μετὰ]] μετοχ., δ. πολεμῶν [[αὐτόθι]] 7. 4, 8· μετ’ ἀπαρ., δ. μὴ λέγειν, [[ἐπιμένω]] ἀρνούμενος νὰ ὁμιλήσω, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 26. 2) μετ’ αἰτ., [[φέρω]] μεθ’ ὑπομονῆς, δ. τηλικαύτην ἡμέραν Ἄλεξ. Τοξ. 4· κακοπάθειαν δ. Πολύβ. 37. 3, 4.
|lstext='''διακαρτερέω''': [[ἐμμένω]] [[μέχρι]] τέλους, ἐγκαρτερῶ, Ἡρόδ. 3. 52· ἐς τὸ ἔσχατον 7. 107· ἐν τῇ συμμαχίᾳ Ξεν. Ἑλλ. 7.2, 1· [[μετὰ]] μετοχ., δ. πολεμῶν [[αὐτόθι]] 7. 4, 8· μετ’ ἀπαρ., δ. μὴ λέγειν, [[ἐπιμένω]] ἀρνούμενος νὰ ὁμιλήσω, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 26. 2) μετ’ αἰτ., [[φέρω]] μεθ’ ὑπομονῆς, δ. τηλικαύτην ἡμέραν Ἄλεξ. Τοξ. 4· κακοπάθειαν δ. Πολύβ. 37. 3, 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />résister patiemment, s’obstiner à : μὴ λέγειν τἀληθῆ ARSTT à ne pas dire la vérité.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[καρτερέω]].
}}
}}