3,258,334
edits
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διᾰκολλάω''': συγκολλῶ, Λουκ. Ἀπαιδ. 16. -Παθ., λίθῳ διακεκολλημένος, κατεσκευασμένος διὰ λίθων συγκεκολλημένων διὰ κονίας, ὁ αὐτ. Ἱππ. 6. | |lstext='''διᾰκολλάω''': συγκολλῶ, Λουκ. Ἀπαιδ. 16. -Παθ., λίθῳ διακεκολλημένος, κατεσκευασμένος διὰ λίθων συγκεκολλημένων διὰ κονίας, ὁ αὐτ. Ἱππ. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />coller l’un contre l’autre ; λίθῳ διακεκολλημένος LUC formé de plaques de marbre reliées entre elles par du ciment.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κολλάω]]. | |||
}} | }} |