3,274,831
edits
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δεινότης''': -ητος, ἡ, (δεινὸς) [[φοβερότης]], Θουκ. 4.10· [[τραχύτης]], [[αὐστηρότης]], τὸ ἄκαμπτον, νόμων ὁ αὐτ. 3. 46, πρβλ. 59. ΙΙ. φυσικὴ [[ἱκανότης]], [[δεξιότης]], εὐφυΐα, [[πανουργία]], Δημ. 275. 28, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13· ἀντίθ. τῷ [[ἀλήθεια]], Ἀντιφῶν 129, ἐν τέλει· ἰδίως παρὰ ῥήτορσι, Θουκ. 3. 37, Δημ. 307. 27., 318. 9· ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ. Ἰσοκρ. 1D. | |lstext='''δεινότης''': -ητος, ἡ, (δεινὸς) [[φοβερότης]], Θουκ. 4.10· [[τραχύτης]], [[αὐστηρότης]], τὸ ἄκαμπτον, νόμων ὁ αὐτ. 3. 46, πρβλ. 59. ΙΙ. φυσικὴ [[ἱκανότης]], [[δεξιότης]], εὐφυΐα, [[πανουργία]], Δημ. 275. 28, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13· ἀντίθ. τῷ [[ἀλήθεια]], Ἀντιφῶν 129, ἐν τέλει· ἰδίως παρὰ ῥήτορσι, Θουκ. 3. 37, Δημ. 307. 27., 318. 9· ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ. Ἰσοκρ. 1D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> aspect <i>ou</i> caractère effrayant d’une chose : [[δεινότης]] νόμων THC rigueur des lois;<br /><b>2</b> caractère extraordinaire <i>ou</i> remarquable d’une pers. <i>ou</i> d’une ch. ; habileté, ingéniosité ; <i>particul.</i> habileté <i>ou</i> talent d’orateur.<br />'''Étymologie:''' [[δεινός]]. | |||
}} | }} |