Anonymous

διακομίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[μεταφέρω]], [[μεταβιβάζω]], εἰς τὴν νῆσον Θουκ. 3. 75· [[πέντε]] σταδίους δ. τινὰ Ἡρόδ. 1. 31. - Μέσ., [[μεταβιβάζω]] τι τῶν ἐμῶν, δ. τοὺς παῖδας ὁ αὐτ. 1. 89. - Παθ., μεταβιβάζομαι, Θουκ. 1. 136· [[διέρχομαι]], [[διαβαίνω]], ὁ αὐτ. 3. 23, Ἀνδοκ. 27. 34, Πλάτ. Νόμ. 905Β. ΙΙ. ἀναζωογονῶ, τινὰ σιτίοισι Ἱππ. 479. 28· - πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 477.
|lstext='''διακομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[μεταφέρω]], [[μεταβιβάζω]], εἰς τὴν νῆσον Θουκ. 3. 75· [[πέντε]] σταδίους δ. τινὰ Ἡρόδ. 1. 31. - Μέσ., [[μεταβιβάζω]] τι τῶν ἐμῶν, δ. τοὺς παῖδας ὁ αὐτ. 1. 89. - Παθ., μεταβιβάζομαι, Θουκ. 1. 136· [[διέρχομαι]], [[διαβαίνω]], ὁ αὐτ. 3. 23, Ἀνδοκ. 27. 34, Πλάτ. Νόμ. 905Β. ΙΙ. ἀναζωογονῶ, τινὰ σιτίοισι Ἱππ. 479. 28· - πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 477.
}}
{{bailly
|btext=transporter ; <i>Pass.</i> être transporté, se transporter à travers;<br /><i><b>Moy.</b></i> διακομίζομαι ramener avec soi : τοὺς παῖδας THC ses enfants.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κομίζω]].
}}
}}