3,274,216
edits
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διᾰκούω''': μέλλ. -ακούσομαι· (ἴδε [[ἀκούω]])· - [[ἀκούω]] ἐντελῶς, [[ἀκούω]] [[μέχρι]] τέλους, τι Ξεν. Οἰκ. 11, 1, κτλ.· - [[ἀκούω]] ἢ [[μανθάνω]] παρ’ ἄλλου, τι τινος Πλάτ. Πολιτ. 264Β· [[παρά]] τινος Θεόπομπ. Ἱστ. 277· δ. τὰ δόξαντα τοῖς ἄρχουσιν Ἀριστ. Πολ. 2. 11, 6· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγματος, δ. τῶν λόγων Πλάτ. Παρμ. 126C· [[περί]] τινος Πολύβ. 3. 15, 4· - ἀλλὰ [[μετὰ]] γεν. προσώπου, εἶμαι ἀκροατὴς ἢ [[μαθητής]] τινος, Πλούτ. Κικ. 4, πρβλ. Ἐπ. Πλάτ. 338D. | |lstext='''διᾰκούω''': μέλλ. -ακούσομαι· (ἴδε [[ἀκούω]])· - [[ἀκούω]] ἐντελῶς, [[ἀκούω]] [[μέχρι]] τέλους, τι Ξεν. Οἰκ. 11, 1, κτλ.· - [[ἀκούω]] ἢ [[μανθάνω]] παρ’ ἄλλου, τι τινος Πλάτ. Πολιτ. 264Β· [[παρά]] τινος Θεόπομπ. Ἱστ. 277· δ. τὰ δόξαντα τοῖς ἄρχουσιν Ἀριστ. Πολ. 2. 11, 6· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγματος, δ. τῶν λόγων Πλάτ. Παρμ. 126C· [[περί]] τινος Πολύβ. 3. 15, 4· - ἀλλὰ [[μετὰ]] γεν. προσώπου, εἶμαι ἀκροατὴς ἢ [[μαθητής]] τινος, Πλούτ. Κικ. 4, πρβλ. Ἐπ. Πλάτ. 338D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> διακούσομαι, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> écouter jusqu’au bout;<br /><b>II.</b> écouter <i>ou</i> apprendre par l’entremise d’un autre :<br /><b>1</b> apprendre qch de la bouche de qqn;<br /><b>2</b> suivre les leçons de, être disciple de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀκούω]]. | |||
}} | }} |