3,277,649
edits
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαδῐκέω''': ([[δίκη]]) [[διαγωνίζομαι]] ἐν τῷ δικαστηρίῳ, διαδικάζομαι· - οἱ διαδικοῦντες, τὰ διαμαχόμενα μέρη, Πλούτ. 2. 196Β· ἀλλ’ ἐν Δίωνι Κ. 40. 55, = οἱ δικασταί. ΙΙ. [[ἐκδικάζω]], ἐκδίδω ἀπόφασιν, Δίων Κ. 40, 55. | |lstext='''διαδῐκέω''': ([[δίκη]]) [[διαγωνίζομαι]] ἐν τῷ δικαστηρίῳ, διαδικάζομαι· - οἱ διαδικοῦντες, τὰ διαμαχόμενα μέρη, Πλούτ. 2. 196Β· ἀλλ’ ἐν Δίωνι Κ. 40. 55, = οἱ δικασταί. ΙΙ. [[ἐκδικάζω]], ἐκδίδω ἀπόφασιν, Δίων Κ. 40, 55. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br />être en procès.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δίκη]]. | |||
}} | }} |