Anonymous

διαδικέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαδῐκέω''': ([[δίκη]]) [[διαγωνίζομαι]] ἐν τῷ δικαστηρίῳ, διαδικάζομαι· - οἱ διαδικοῦντες, τὰ διαμαχόμενα μέρη, Πλούτ. 2. 196Β· ἀλλ’ ἐν Δίωνι Κ. 40. 55, = οἱ δικασταί. ΙΙ. [[ἐκδικάζω]], ἐκδίδω ἀπόφασιν, Δίων Κ. 40, 55.
|lstext='''διαδῐκέω''': ([[δίκη]]) [[διαγωνίζομαι]] ἐν τῷ δικαστηρίῳ, διαδικάζομαι· - οἱ διαδικοῦντες, τὰ διαμαχόμενα μέρη, Πλούτ. 2. 196Β· ἀλλ’ ἐν Δίωνι Κ. 40. 55, = οἱ δικασταί. ΙΙ. [[ἐκδικάζω]], ἐκδίδω ἀπόφασιν, Δίων Κ. 40, 55.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br />être en procès.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δίκη]].
}}
}}