Anonymous

διαβλέπω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαβλέπω''': [[βλέπω]] κατ’ εὐθεῖαν ἀτενῶς, Πλάτ. Φαίδωνι 86D, Ἀριστ. Ἐνυπν. 3, 13· δ. εἴς τινα, [[πρός]] τινα Πλούτ. Ἀλεξ. 14., 2. 548Β. 2) [[βλέπω]] καθαρῶς, σαφῶς, Διονύσ. Θεσμ. 1. 13.
|lstext='''διαβλέπω''': [[βλέπω]] κατ’ εὐθεῖαν ἀτενῶς, Πλάτ. Φαίδωνι 86D, Ἀριστ. Ἐνυπν. 3, 13· δ. εἴς τινα, [[πρός]] τινα Πλούτ. Ἀλεξ. 14., 2. 548Β. 2) [[βλέπω]] καθαρῶς, σαφῶς, Διονύσ. Θεσμ. 1. 13.
}}
{{bailly
|btext=regarder d’un œil pénétrant, regarder fixement.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βλέπω]].
}}
}}