Anonymous

διάκενος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάκενος''': -ον, ἐντελῶς κενὸς ἢ [[κοῖλος]] «κούφιος», «[[ἄδειος]]», τὸ δ., κενόν, [[χάσμα]], vacuum, Θουκ. 4. 135., 5. 71· τὰ δ., κενὰ διαστήματα, κοιλότητες, Πλάτ. Τιμ. 58Β, 60Ε. ― Ἐπίρρ. διακένως Ἰώσηπ. Ι. Λ. 3. 7, 2. ΙΙ. [[ὅλως]] [[κενός]], [[ἤτοι]] [[μάταιος]], [[ματαιόφρων]], ὁ αὐτ. Νόμ. 820Ε. ΙΙΙ. [[κοῖλος]], δ. δεδορκέναι, μὲ ὀφθαλμοὺς κοίλους, ἐπὶ λιμωττόντων καὶ νοσούντων, Λουκ. Νεκυομ. 15. 2) [[λεπτός]], [[ἰσχνός]], Πλούτ. Λυκ. 17, Ποπλικ. 15.
|lstext='''διάκενος''': -ον, ἐντελῶς κενὸς ἢ [[κοῖλος]] «κούφιος», «[[ἄδειος]]», τὸ δ., κενόν, [[χάσμα]], vacuum, Θουκ. 4. 135., 5. 71· τὰ δ., κενὰ διαστήματα, κοιλότητες, Πλάτ. Τιμ. 58Β, 60Ε. ― Ἐπίρρ. διακένως Ἰώσηπ. Ι. Λ. 3. 7, 2. ΙΙ. [[ὅλως]] [[κενός]], [[ἤτοι]] [[μάταιος]], [[ματαιόφρων]], ὁ αὐτ. Νόμ. 820Ε. ΙΙΙ. [[κοῖλος]], δ. δεδορκέναι, μὲ ὀφθαλμοὺς κοίλους, ἐπὶ λιμωττόντων καὶ νοσούντων, Λουκ. Νεκυομ. 15. 2) [[λεπτός]], [[ἰσχνός]], Πλούτ. Λυκ. 17, Ποπλικ. 15.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> ([[διά]] dans l’intervalle) qui laisse un vide au milieu : τὸ διάκενον THC espace vide au milieu, intervalle;<br /><b>II.</b> ([[διά]] à travers);<br /><b>1</b> profondément creux : διάκενον δεδορκέναι LUC avoir des yeux caves;<br /><b>2</b> vide ; grêle, maigre.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κενός]].
}}
}}