Anonymous

διαπηδάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπηδάω''': μέλλ. -πηδήσομαι, πηδῶ εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], τάφρον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1178, Ξεν. Ἱππ. 3, 7· ― ἀπολ., πηδῶ, «[[κάμνω]] [[πήδημα]]», ἐπὶ ἵππου, ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 4, 8. 2) παρὰ τοῖς ἰατρ., [[ἐκρέω]] διὰ μέσου, ἐπὶ τοῦ αἵματος, Ἱππ. 241. 44.
|lstext='''διαπηδάω''': μέλλ. -πηδήσομαι, πηδῶ εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], τάφρον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1178, Ξεν. Ἱππ. 3, 7· ― ἀπολ., πηδῶ, «[[κάμνω]] [[πήδημα]]», ἐπὶ ἵππου, ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 4, 8. 2) παρὰ τοῖς ἰατρ., [[ἐκρέω]] διὰ μέσου, ἐπὶ τοῦ αἵματος, Ἱππ. 241. 44.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />franchir d’un bond, acc. ; <i>abs.</i> se précipiter en bondissant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πηδάω]].
}}
}}