Anonymous

διακατέχω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακατέχω''': [[ἀναστέλλω]], [[ἐμποδίζω]], [[ἀναχαιτίζω]], Πολύβ. 2. 51, 2, κτλ. ΙΙ. διατηρῶ ὑπὸ τὴν κατοχήν μου, [[αὐτόθι]] 70, 3· κατοικῶ, [[αὐτόθι]] 17, 5. ΙΙΙ. συντηρῶ, τὸν πόλεμον Διόδ. 15. 82.
|lstext='''διακατέχω''': [[ἀναστέλλω]], [[ἐμποδίζω]], [[ἀναχαιτίζω]], Πολύβ. 2. 51, 2, κτλ. ΙΙ. διατηρῶ ὑπὸ τὴν κατοχήν μου, [[αὐτόθι]] 70, 3· κατοικῶ, [[αὐτόθι]] 17, 5. ΙΙΙ. συντηρῶ, τὸν πόλεμον Διόδ. 15. 82.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> tenir en échec, arrêter, contenir;<br /><b>2</b> faire traîner en longueur;<br /><b>3</b> détenir, conserver en sa possession.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κατέχω]].
}}
}}