Anonymous

διακαλύπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διακαλύπτω''': μέλλ. -ψω, φανερώνω, [[ἀποκαλύπτω]], Δημ. 155. 26. ― Μέσ., διακαλύψασθαι τὸ [[ἱμάτιον]], ― ἀφελέσθαι τὸ ἱμ., Αἰλ. Π. Ἱστ. 5. 19.
|lstext='''διακαλύπτω''': μέλλ. -ψω, φανερώνω, [[ἀποκαλύπτω]], Δημ. 155. 26. ― Μέσ., διακαλύψασθαι τὸ [[ἱμάτιον]], ― ἀφελέσθαι τὸ ἱμ., Αἰλ. Π. Ἱστ. 5. 19.
}}
{{bailly
|btext=découvrir aux regards;<br /><i><b>Moy.</b></i> διακαλύπτομαι se mettre à nu en ôtant : τὸ [[ἱμάτιον]] ÉL son vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[καλύπτω]].
}}
}}