Anonymous

διαπεραίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(ls test)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπεραίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ, [[φέρω]] τι εἰς [[πέρας]], περατῶ, Εὐρ. Ἀνδρ. 333, Πλάτ. Φιλ. 47Β, κτλ.· διαπέραινέ μοι, διηγοῦ μοι πάντα [[μέχρι]] τέλους, Εὐρ. Ἀνδρ. 1056· δ. ὁδὸν Πλάτ. Νόμ. 625Β· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ, διαπεράνασθαι κρίσιν, ἀποφασίζω [[περί]] τινος ζητήματος, [[φέρω]] αὐτὸ εἰς [[πέρας]], Εὐρ. Ἑλ. 26· διαπεραίνεσθαι λόγον Πλάτ. Φαίδρ. 263Ε, κτλ.
|lstext='''διαπεραίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ, [[φέρω]] τι εἰς [[πέρας]], περατῶ, Εὐρ. Ἀνδρ. 333, Πλάτ. Φιλ. 47Β, κτλ.· διαπέραινέ μοι, διηγοῦ μοι πάντα [[μέχρι]] τέλους, Εὐρ. Ἀνδρ. 1056· δ. ὁδὸν Πλάτ. Νόμ. 625Β· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ, διαπεράνασθαι κρίσιν, ἀποφασίζω [[περί]] τινος ζητήματος, [[φέρω]] αὐτὸ εἰς [[πέρας]], Εὐρ. Ἑλ. 26· διαπεραίνεσθαι λόγον Πλάτ. Φαίδρ. 263Ε, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> mener à terme;<br /><b>2</b> exposer <i>ou</i> raconter jusqu’au bout.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[περαίνω]].
}}
}}