Anonymous

διαπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, [[πίπτω]] διὰ μέσου, Ἀριστ. Οὐρ. 4. 6, 2. ΙΙ. διολισθαίνω, [[φεύγω]], [[διαφεύγω]], ἐν τῇ μάχῃ Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4· [[πρός]] τινα [[αὐτόθι]] 4. 3, 18· εἰς τόπον Πολύβ. 1. 34, 11, κτλ. 2) ἐπὶ φημῶν καὶ εἰδήσεων, ἐξαπλοῦμαι, κοινολογοῦμαι, εἰς τὸ [[στράτευμα]] Πλούτ. Γάλβ. 22. ΙΙΙ. διαλυόμενος [[καταρρέω]], Πλάτ. Φαίδωνι 80C, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 6· διαρρήγνυμαι, ἐπὶ πομφολύγων, ὁ αὐτ. Προβλ. 24. 6· ἐπὶ συγγραμμάτων ἀπολεσθέντων, Φώτ. 2) ἐντελῶς [[ἀποτυγχάνω]], σφάλλομαι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 695· ἐπὶ πράγματος, [[ἀποβαίνω]] κακῶς, ἀποδείκνυμαι [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], τὸ [[συκοφάντημα]] διέπιπτεν αὐτῷ Αἰσχίν. 33. 19, πρβλ. Πολύβ. 5. 26, 16, κτλ.· δ. τῆς δόξης, διαψεύδεται ἡ γνώμη μου, Ἐπ. Σωκρ. 22· [[περί]] τινος Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 22, 36.
|lstext='''διαπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, [[πίπτω]] διὰ μέσου, Ἀριστ. Οὐρ. 4. 6, 2. ΙΙ. διολισθαίνω, [[φεύγω]], [[διαφεύγω]], ἐν τῇ μάχῃ Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4· [[πρός]] τινα [[αὐτόθι]] 4. 3, 18· εἰς τόπον Πολύβ. 1. 34, 11, κτλ. 2) ἐπὶ φημῶν καὶ εἰδήσεων, ἐξαπλοῦμαι, κοινολογοῦμαι, εἰς τὸ [[στράτευμα]] Πλούτ. Γάλβ. 22. ΙΙΙ. διαλυόμενος [[καταρρέω]], Πλάτ. Φαίδωνι 80C, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 6· διαρρήγνυμαι, ἐπὶ πομφολύγων, ὁ αὐτ. Προβλ. 24. 6· ἐπὶ συγγραμμάτων ἀπολεσθέντων, Φώτ. 2) ἐντελῶς [[ἀποτυγχάνω]], σφάλλομαι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 695· ἐπὶ πράγματος, [[ἀποβαίνω]] κακῶς, ἀποδείκνυμαι [[ἄχρηστος]], [[ἀνωφελής]], τὸ [[συκοφάντημα]] διέπιπτεν αὐτῷ Αἰσχίν. 33. 19, πρβλ. Πολύβ. 5. 26, 16, κτλ.· δ. τῆς δόξης, διαψεύδεται ἡ γνώμη μου, Ἐπ. Σωκρ. 22· [[περί]] τινος Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 22, 36.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> διέπεσον, <i>ao.</i> réc. διέπεσα, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[διά]], çà et là) tomber çà et là :<br /><b>1</b> se disperser (dans le combat);<br /><b>2</b> se désagréger, se dissoudre;<br /><b>3</b> se répandre de tous côtés;<br /><b>II.</b> ([[διά]], à travers) tomber à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πίπτω]].
}}
}}