Anonymous

δίαρμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίαρμα''': -ατος, τό, ([[διαίρω]]) θαλασσοπορία, διὰ θαλάσσης [[ταξείδιον]], Πολύβ. 10. 8, 2· διάβασις διὰ πορθμοῦ, πέρασμα, Στράβων 199. ΙΙ. [[ὕψος]] (λόγου), πρβλ. Πλούτ. 2. 165C, Λογγῖν. 12. 1, Κλήμ. Ἀλ. 858· δ. ψυχῆς λαβεῖν Διογ. Λ. 9. 7.
|lstext='''δίαρμα''': -ατος, τό, ([[διαίρω]]) θαλασσοπορία, διὰ θαλάσσης [[ταξείδιον]], Πολύβ. 10. 8, 2· διάβασις διὰ πορθμοῦ, πέρασμα, Στράβων 199. ΙΙ. [[ὕψος]] (λόγου), πρβλ. Πλούτ. 2. 165C, Λογγῖν. 12. 1, Κλήμ. Ἀλ. 858· δ. ψυχῆς λαβεῖν Διογ. Λ. 9. 7.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />élévation (de l’âme, du style).<br />'''Étymologie:''' [[διαίρω]].
}}
}}